κουριόζος

κουριόζος
-α, -ο (Μ κουριόζος, -α, -ον)
1. περίεργος
2. αυτός που προκαλεί περιέργεια, παράξενος, ασυνήθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. curioso < λατ. curiosus «περίεργος, πολυπράγμων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”